- μονόλιθοι
- μονόλιθοςmade out of one stonemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή … Dictionary of Greek
Αδριανού, Βιβλιοθήκη — Βιβλιοθήκη που έχτισε ο αυτοκράτορας Αδριανός στην Αθήνα. Τα σημαντικότερα από τα σωζόμενα τμήματά της βρίσκονται σήμερα στην αρχή της οδού Άρεως, κοντά στην πλατεία Μοναστηρακίου. Πρόκειται για έναν τοίχο στον οποίο στηρίζονται επτά μονόλιθοι… … Dictionary of Greek
Ίφε — Αρχαία πόλη της Νιγηρίας, έδρα των Γιορούμπα, μίας από τις πιο πολυάνθρωπες αφρικανικές φυλές. Oι ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν αρχαίο λαό, που πιθανότατα δέχθηκε τις επιδράσεις άλλων πληθυσμών και πολιτισμών κατά τη χριστιανική… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek